ειδύλλιο

ειδύλλιο
το
1. μικρό περιγραφικό ή διαλογικό ποίημα με θέμα παρμένο από την ποιμενική ή αγροτική ζωή, όπου κυριαρχούν εικόνες και τρυφερό κι αυθόρμητο συναίσθημα.
2. δράμα με ποιμενική ή αγροτική υπόθεση.
3. πεζογράφημα που περιγράφει ερωτικά επεισόδια ή τρυφερή ερωτική σχέση ή ιστορία: Πλέχτηκε το ειδύλλιό τους το καλοκαίρι με το αυγουστιάτικο φεγγάρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ειδύλλιο — Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • ποιμενική λογοτεχνία — Λογοτεχνική δημιουργία, που εμπνέεται από τον κόσμο των ποιμένων (βουκόλων) που παρουσιάζεται εξιδανικευμένος όσον αφορά στο περιβάλλον, τη ζωή και τα αισθήματα του. Κατά καιρούς εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: στην ποίηση (το ειδύλλιο, η… …   Dictionary of Greek

  • Komidyllio — Das Komidyllio (griechisch κωμειδύλλιο, Kofferwort aus komodia κωμωδία ‚Komödie‘ und idyllio ειδύλλιο ‚Idyll, Romanze‘) ist eine griechische Form des Singspiels, die im späten 19. Jahrhundert entstand. Als eigentlicher Schöpfer der Gattung… …   Deutsch Wikipedia

  • -ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… …   Dictionary of Greek

  • απήχηση — Στιχουργικό παιχνίδι που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες επιγραμματοποιοί της αλεξανδρινής εποχής και το οποίο μιμήθηκαν οι μεταγενέστεροι Ιταλοί ποιητές. Χρήση του κάνει και o Γεώργιος Χορτάτσης στο δραματικό του ειδύλλιο Πανώρια. * * * η (Α… …   Dictionary of Greek

  • ειδυλλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται σε ειδύλλιο («ειδυλλιακή ποίηση») 2. αυτός που μοιάζει με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια («ειδυλλιακή ζωή», «ειδυλλιακό τοπίο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”